Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

с плеч

  • 1 плечо

    плеч||о
    с
    1. ὁ ὠμος:
    \плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·
    2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος.

    Русско-новогреческий словарь > плечо

  • 2 плечо

    -а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.
    1. ώμος, πλάτη•

    взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•

    -и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•

    на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).

    2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•

    плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.

    εκφρ.
    за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•
    по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•
    не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•
    с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•
    с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•
    с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•
    плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•
    на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•
    взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•
    вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•
    иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•
    лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα).

    Большой русско-греческий словарь > плечо

  • 3 гора

    гор||а
    ὁκ
    1. τό ὅρος, τό βουνό:
    ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·
    2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):
    \гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει.

    Русско-новогреческий словарь > гора

  • 4 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 5 долой

    επίρ.
    κάτω, χάμω, καταγής•

    он сбил его с ног долой αυτός τον έρριξε χάμω.

    || μακριά απ' εδώ, έξω• βγάλε•

    долой с глаз моих να μη σε δουν τα μάτια μου, φύγε από μπροστά μου•

    с дороги αναμέρησε από το δρόμο•

    долой с лошади! κατ' από τ'άλογο!•

    прочь, -! έξω απ' εδώ!•

    войну! κάτω ο πόλεμος!•

    долой насилие! κάτω η βία!•

    с плеч ή с рук долой ξαλαφρώνω, απαλλάσσομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > долой

  • 6 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 7 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 8 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 9 скинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, πετώ•

    скинуть мешок с плеч ρίχνω κάτω το τσουβάλι•

    остио τους ώμους•

    скинуть снег с крыши πετώ κάτω το χιόνι από τη στέγη.

    || μτφ. γκρεμίζω, ανατρέπω, εκ θρονίζω•

    -ли царя τον γκρέμισαν τον τσάρο.

    2. (για ένδυμα) βγάζω, αφαιρώ. || φυλλορροώ• αλλάζω το τρίχωμα ή το πτέρωμα. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    скинуть с себя лень διώχνω•

    ото πάνω μου την τεμπελιά.

    3. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. || κάνω έκπτωση, σκόντο.
    4. βγάζω, αφαιρώ (από το λογαριασμό).
    5. γεννώ•

    кобылица -ла жеребнка η φοραδιτσα έκανε πουλαράκι.

    Большой русско-греческий словарь > скинуть

  • 10 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 11 спихнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спихнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σπρώχνω, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω. || μτφ. απολύω από την υπηρεσία, διώχνω• αποπέμπω. || μτφ. απαλλάσσομαι από κάτι οχληρο, ανεπιθύμητο.
    2. βλ. столкнуть (2 σημ.).
    εκφρ.
    спихнуть кому на руки (ή на шею плечи)απλ. τα φορτώνω στον άλλον (για να απαλλαχτώ ο ίδιος)•
    спихнуть с рук (ή с шеи, с плеч)απλ. απαλλάσσομαι από κάποιον, ξεφορτώνομαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > спихнуть

  • 12 узкоплечий

    επ., βρ: -плеч, -а, -о
    με στενούς ώμους.

    Большой русско-греческий словарь > узкоплечий

  • 13 широкоплечий

    επ., βρ: -плеч, -а, -е
    ευρύνωτος, πλατύνωτος• με φαρδιές πλάτες, φαρδιούς ώμους.

    Большой русско-греческий словарь > широкоплечий

См. также в других словарях:

  • СБРАСЫВАТЬ С ПЛЕЧ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СБРАСЫВАТЬ С ПЛЕЧ ДОЛОЙ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СБРОСИТЬ С ПЛЕЧ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СБРОСИТЬ С ПЛЕЧ ДОЛОЙ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СВАЛИВАТЬ С ПЛЕЧ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СВАЛИВАТЬ С ПЛЕЧ ДОЛОЙ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СВАЛИТЬ С ПЛЕЧ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СВАЛИТЬ С ПЛЕЧ ДОЛОЙ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СПЛАВИТЬ С ПЛЕЧ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СПЛАВИТЬ С ПЛЕЧ ДОЛОЙ — кто что Избавляться от чего л. обременительного, доставляющего много хлопот и проблем. Имеется в виду, что лицо, группа лиц, организация или социальный коллектив (X) освобождается от трудных, неприятных, сопряжённых с неудобствами, тягостью,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • БУДТО ГОРА С ПЛЕЧ — у кого Почувствовать полное облегчение. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (X) избавились от чего л. тягостного, обременительного, от забот, тревог и т. п. Говорится с одобрением. реч. стандарт. ✦ У X а гора с плеч свалилась. Именная часть… …   Фразеологический словарь русского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»